- κώδωνες
- κώδωνbellmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
PLAGIAULA — in Glossis MS. yaraules, hydraula, fotinestes, plagiaula, apud Salmas. qui legi vult, ὑδραύλης, hydraula: φωτιγγίςτης, plagiaula. Φώτιγξ enim tibiae genus, quae πλαγίαυλος dicebatur, unde πλαγιαύλης et φωτιγγίςτης idem. Servius Graecorum… … Hofmann J. Lexicon universale
CAMPANAS baptizandi — in Ecclesia Romana ritus, memoratur Durantio, cum alt, Baptizantur campanae, Formula vero baptizandi sive benedicendi antiqua est. Et in libro Pontificali, edito ab Alberto Castellano, ubi sal exorcisatur, ad expellendum ex campana inimicum, et… … Hofmann J. Lexicon universale
CODON — Graece Κώδων, proprie cymbalum est, vel parva potius ex aere nola. Hinc et tubarum orificia, qua spiritus emittitur, quod eam referant formam, sensimque sese in exitu dilatantia repandis per ambitum labris aperiantur. Codones quoque appellati:… … Hofmann J. Lexicon universale
δωδεκακώδωνος — η, ο (ΑΜ δωδεκακώδωνος, ον) αυτός που έχει δώδεκα κώδωνες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκακώδωνον μακρύς χιτώνας τών Ιουδαίων αρχιερέων με ραμμένα δώδεκα κουδούνια … Dictionary of Greek
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
αβύλη — (abyla). Κοιλεντερωτό που ζει στις θερμές θάλασσες και χαρακτηρίζεται από δύο νηκτικούς κώδωνες. Ο ένας απο αυτούς είναι πολύ μικρός και o άλλος πολύ μεγάλος και οι δύο όμως αγκαθωτοί … Dictionary of Greek